τιτάνωση

τιτάνωση
η, Ν
(παλ. λόγιος όρος) επίχριση με τίτανο, ασβέστωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιτανοῦμαι (< τίτανος «γύψος»). Η λ., στον λόγιο τ. τιτάνωσις, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοβόθριο — το ιατρ. οπή μικρών διαστάσεων η οποία παρατηρείται στην επιφάνεια τών δοντιών και οφείλεται στην ατελή τιτάνωση τής αδαμαντίνης ουσίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”